- πολυτοκώ
- πολυτοκῶ, -έω, ΝΑ [πολυτόκος]είμαι πολυτόκος («τῶν ἀλεκτορίδων ἔνιαι πολυτοκήσασαι..., ὥστε καὶ δύο τεκεῖν ἐν ἡμέρᾳ», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυτόκῳ — πολυτόκος bearing more than one child masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)